ψυχρόμετρο

ψυχρόμετρο
Διάταξη με την οποία μετριέται η σχετική και η απόλυτη υγρασία του αέρα. Η λειτουργία της βασίζεται στο γεγονός, ότι υπό την αυτή θερμοκρασία το νερό εξατμίζεται με ταχύτητα που εξαρτάται από την υγρομετρική κατάσταση του αέρα με τον οποίο αυτό έρχεται σε επαφή. Η διάταξη (ψ. του Άουγκουστ) αποτελείται από δύο όμοια υδραργυρικά θερμόμετρα, τοποθετημένα κατακόρυφα και παράλληλα πάνω σε ένα μεταλλικό ή ξύλινο υποστήριγμα, κατά τρόπο ώστε τα δοχεία τους να απέχουν μεταξύ τους 5-10 εκ. του μέτρου. Το δοχείο υδραργύρου του ενός θερμομέτρου περιβάλλεται με λεπτό ύφασμα, το οποίο διατηρείται υγρό μέσω μιας θρυαλλίδας εμβαπτισμένης σε αποσταγμένο νερό (το θερμόμετρο αυτό ονομάζεται υγρό θερμόμετρο), ενώ το δοχείο του υδραργύρου του άλλου θερμομέτρου παραμένει ελεύθερο (ξηρό θερμόμετρο). Η εξάτμιση του νερού αφαιρεί θερμότητα και ως εκ τούτου το υγρό θερμόμετρο θα δείχνει μια θερμοκρασία χαμηλότερη από εκείνη που δείχνει το ξηρό θερμόμετρο, το οποίο μετρά τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος. Επειδή η ποσότητα της αφαιρούμενης θερμότητας εξαρτάται από την ταχύτητα εξάτμισης και αυτή είναι τόσο μικρότερη όσο μεγαλύτερη είναι η υγρασία του περιβάλλοντος, η σημειούμενη ταπείνωση της θερμοκρασίας στο υγρό θερμόμετρο παρέχει ένα μέτρο, αυτής της υγρασίας. Κατάλληλοι πίνακες επιτρέπουν να υπολογίσουμε τη σχετική και την απόλυτη υγρασία από τη διαφορά των ενδείξεων των δύο θερμομέτρων. Το ψ. χρησιμοποιείται ευρύτατα στους μετεωρολογικούς σταθμούς. Ψυχρόμετρο. Υπολογίζεται, με τη βοήθεια διαφόρων ειδικών πινάκων, η υγρασία του αέρα.
* * *
το, Ν
(μετεωρ.) όργανο για τον προσδιορισμό τής υγρομετρικής κατάστασης τού ατμοσφαιρικού αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychrometre (< ψυχρός + μέτρο), η οποία μαρτυρείται από το 1891 στο περιοδικό Προμηθεύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ψυχρόμετρο — το όργανο με το οποίο προσδιορίζεται η υγρασία, είδος υγρομέτρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • μετεωρολογικός — ή, ό (Α μετεωρολογικός, ή, όν) [μετεωρολόγος] (αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετεωρολογία ή στον μετεωρολόγο νεοελλ. α) «μετεωρολογικός σταθμός» ειδικό εργαστήριο για την παρατήρηση, μέτρηση, καταγραφή και εκτίμηση, με ειδικά όργανα, τών… …   Dictionary of Greek

  • ψυχρομετρία — η, Ν (μετεωρ.) κλάδος τής μετεωρολογίας που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τής υγρομετρικής κατάστασης τού ατμοσφαιρικού αέρα και τον προσδιορισμό της με το ψυχρόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + μετρία*. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ.… …   Dictionary of Greek

  • ψυχόμετρο — το, Ν (παλ. όρος) το ψυχρόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψύχος + μέτρο. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. frigorimetre. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη] …   Dictionary of Greek

  • ψυχρομετρία — η μέτρηση της υγρασίας της ατμόσφαιρας με το ψυχρόμετρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”